Σε είδος…πολυτελείας έχουν μετατραπεί οι «πρωταγωνιστές» των φρούτων του καλοκαιριού, τα καρπούζια και τα πεπόνια, για τους καταναλωτές αφού οι τιμές έχουν φτάσει στα ύψη, την ώρα που η ακρίβεια αποτελεί μάστιγα για τα ελληνικά νοικοκυριά. Τα παράπονα είναι έντονα το τελευταίο διάστημα με αρκετούς καταναλωτές να υποστηρίζουν πως το κιλό έχει φτάσει να πωλείται πάνω από ένα ευρώ το κιλό.
Από το χωράφι στο ράφι
Ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί είναι το γεγονός ότι πέρσι, το 2023, την ίδια χρονική περίοδο το καρπούζι κόστιζε 0,60 ευρώ το κιλό αλλά σήμερα το συναντάμε από 0,90 λεπτά έως 1,00 ευρώ το κιλό. Ακόμη πιο υψηλά κυμαίνονται οι τιμές για τα πεπόνια. Πέρυσι την ίδια εποχή ήταν στο 1,20 ευρώ ενώ τώρα πλέον έχουν «χτυπήσει» ακόμη και τα 2 ευρώ. «Παλιότερα αγοράζαμε ολόκληρο το καρπούζι. Φέτος παίρνουμε το μισό ή το ένα τέταρτο διότι η τιμή του δεν ‘αντέχεται’», λένε χαρακτηριστικά κάποιοι καταναλωτές.
Οι καλλιέργειες
Το καρπούζι παράγεται στη Βόρεια Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη, στην Πέλλα, στην Καβάλα, στην Ημαθία, την Ευρώπη αλλά και στην Ήπειρο, στη Θεσπρωτία, καθώς και σε ορισμένες περιοχές της Πελοποννήσου και προορίζεται κυρίως για την εγχώρια αγορά. Είναι χαρακτηριστικό πως η διαφορά ανάμεσα στην τιμή των σούπερ μάρκετ και στην τιμή παραγωγού είναι τεράστια και ορισμένοι την αποδίδουν στην ξηρασία, στη σημαντική αύξηση των τιμών των καυσίμων και στα μεταφορικά. Το πεπόνι φεύγει από το χωράφι στην τιμή των 0,80 ευρώ και καταλήγει στο ράφι με 1,50-2 ευρώ. Την ίδια ώρα το καρπούζι φεύγει από το χωράφι στην τιμή των 0,50-0,60 ευρώ και καταλήγει στο ράφι με τιμή 1-1,5 ευρώ.
Ζημιές από τις παρατεταμένες ζέστες και την ανομβρία
Ισχυρό πλήγμα δέχτηκαν οι αγρότες εξαιτίας του παρατεταμένου καύσωνα με αποτέλεσμα καλλιέργειες που βρίσκονταν στο τελικό στάδιο της συγκομιδής, όπως το καρπούζι, το πεπόνι ή στη φάση της καρποφορίας, όπως η ελιά, καταστράφηκαν ολοκληρωτικά, ενώ στην Ήπειρο επλήγησαν οι δεντροκαλλιέργειες (ακτινίδια, εσπεριδοειδή, ελιές και αμπέλια), αλλά και λαχανικά, όσπρια και ζωοτροφές. Όπως υποστηρίζουν οι αγρότες, «το κόστος παραγωγής αυξάνει με αλματώδεις ρυθμούς, καθώς στα ήδη μεγάλα κόστη από την αύξηση του πετρελαίου, τις αυξήσεις στο αγροτικό ρεύμα και τα λιπάσματα, προστίθενται επιπλέον και τα κόστη της περαιτέρω θωράκισης της καλλιέργειας από τις ασθένειες ή τις φυσικές καταστροφές. Κόστη που τα αναλαμβάνουν αποκλειστικά οι αγρότες χωρίς καμία επιδότηση ή διευκόλυνση από τις κυβερνήσεις, που θα μπορούσαν πολύ εύκολα να κάνουν, όπως π.χ. δίνουν αφορολόγητο πετρέλαιο στους εφοπλιστές. Έτσι, φτάνουν σε σημείο σε καλλιέργειες όπως αυτές του καρπουζιού ή του πεπονιού τα κόστη παραγωγής να είναι διπλάσια και ταυτόχρονα η φετινή παραγωγή να είναι μειωμένη κατά περίπου 40%. Τέλος, μια άλλη μεγάλη «πληγή» είναι τα χρηματιστήρια εμπορευμάτων, όπου οι κερδοσκόποι επιβάλλουν πρόσθετες «αυξήσεις κερδοσκοπίας» σε κάθε ανισορροπία που παρουσιάζεται στην προσφορά.