Με δυσκολία εξακολουθούν να τα βάζουν πέρα τα νοικοκυρά παρά τα σημάδια σταθεροποίησης που εμφανίζει η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τη νέα έρευνα εισοδήματος και δαπανών νοικοκυριών 2017 του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ. Στο φάσμα της φτώχειας προσπαθούν να επιβιώσουν χιλιάδες οικογένειες, αν και οι αριθμοί «μακιγιάρουν» την πραγματική εικόνα, χάρη στο… τρικ της μείωσης των εισοδημάτων για το «κατώφλι» φτώχειας.
Την ίδια ώρα, οι ανισότητες διευρύνονται, ενώ παγιώνονται οι συνθήκες της υπερχρέωσης και αδυναμίας πληρωμών, κυρίως ως προς το σκέλος της δυνατότητας εξυπηρέτησης του τραπεζικού δανεισμού.
Έτσι, στην έρευνα παρατηρούνται δυο φαινομενικά αντιφατικά αποτελέσματα: από τη μια αυξάνεται το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνει ότι έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές, και από την άλλη μειώνεται το ποσοστό εκείνων που δηλώνουν ότι δε θα πληρώσουν στο μέλλον. Άλλωστε,σύμφωνα με τη ΓΣΕΒΕΕ (Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδος) στην ισχύουσα κατάσταση παρουσιάζεται το παράδοξο να επιτυγχάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι ως προς το πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά να εκτοξεύεται το ύψος των μη ληξιπρόθεσμων οφειλών, γεγονός που εν μέρει οφείλεται στην αδυναμία ικανοποιητικής διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και αποτελεσματικής ρύθμισης των κόκκινων δανείων.
Σε δεύτερο επίπεδο, επισημαίνεται στην έρευνα, «οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι το πρόβλημα του φορολογικού ανταγωνισμού και της φοροαποφυγής αποτελεί ένα διεθνές πρόβλημα, όμως στην ελληνική περίπτωση αποκτά δομικά χαρακτηριστικά εξ αιτίας της εμβάθυνσης της οικονομικής κρίσης και του αδιεξόδου που συναρτάται με τους αμφιλεγόμενους στόχους των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής και εσωτερικής υποτίμησης».
Τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία ΜARC ΑΕ σε πανελλαδικό δείγμα 1006 νοικοκυριών, στο διάστημα 15 έως 21 Νοεμβρίου 2017 έχουν ως εξής όσον αφορά στο εισόδημα και την οικονομική κατάσταση των νοκοkυριών.
1) Οριακή βελτίωση παρατηρείται αναφορικά με την εισοδηματική κινητικότητα. Πάνω από 1 στα 3 νοικοκυριά (34,2%) δηλώνει ότι διαβιώνει με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα που βρίσκεται στην κατώτερη εισοδηματική κλίμακα (έως 10,000€).
2) Το 62,4% των νοικοκυριών παρουσίασε μείωση των εισοδημάτων το 2017 σε σχέση με το 2016, αλλά και ένα αυξανόμενο ποσοστό (35,6% έναντι 22,2% στην έρευνα 2016) δηλώνει σταθεροποίηση της εισοδηματικής του κατάστασης. Η γενικότερη κάμψη που παρατηρείται στα εισοδήματα αντανακλάται και από τα ετήσια στοιχεία που δημοσιεύει το ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ όπου για το 2017 ο μέσος ετήσιος μικτός μισθός ανήλθε στα 1021,13 € ελαφρώς χαμηλότερος σε σχέση με το 2016 όπου ήταν στα 1057,21€.
3) Σαφέστατη είναι η τάση διεύρυνσης της ανισότητας υπέρ των ανώτερων εισοδηματικών κλιμακίων (στην κατηγορία άνω των 30,000€ παρουσιάζεται αύξηση στο 14,1% του πληθυσμού). Ιδιαίτερα ευάλωτα είναι τα νοικοκυριά που έχουν ένα άνεργο στο νοικοκυριό.Επιπρόσθετα, είναι αξιοσημείωτο ότι μόνο το 3,1% του πληθυσμού καταφέρνει να αποταμιεύσει.Σε πρόσφατη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος (Ιούλιος 2017), επισημαίνεται ότι τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν απολέσει το 26% του εισοδήματος και το 37,5% της αξίας των περιουσιακών τους στοιχείων μετά την έναρξη της κρίσης.
Το… τρικ για τη μείωση της φτώχειας
4) Το 14,6% των νοικοκυριών δηλώνει ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούν για να καλύψουν ούτε τις βασικές τους ανάγκες, εύρημα που σχετίζεται με το ποσοστό ακραίας φτώχειας που σημειώνεται στη χώρα (το οποίο υπολογίζεται στο 40% του ενδιάμεσου εισοδήματος, ΕΛΣΤΑΤ). Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat (Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών), το κατώφλι σχετικής φτώχειας μειώθηκε από τις 7.178 στο 2010 στις 4.500€ το 2016, ένδειξη σημαντικής μείωσης των μεσαίων εισοδημάτων. Αν λαμβάναμε ως μέτρο σύγκρισης το κατώφλι φτώχειας του 2010, τότε περίπου τα μισά νοικοκυριά θα θεωρούνταν σήμερα φτωχά (48%).
5) Το φαινόμενο της εισοδηματικής επισφάλειας εμφανίζεται σταθερά υψηλό, καθώς στο ενδεχόμενο μιας έκτακτης ανάγκης πληρωμής 500€, το 16,3% δηλώνει ότι δεν θα μπορούσε να την πραγματοποιήσει, ενώ το 52,2% θα κάλυπτε αυτή τη δαπάνη με μεγάλη δυσκολία. Πάνω από 6 στα 10 νοικοκυριά (61,1%) αναγκάζονται να κάνουν περικοπές για να εξασφαλίσουν τα αναγκαία για την επιβίωση τους.Σημειώνεται ότι τα πολυμελή (άνω 5 ατόμων) νοικοκυριά και τα νοικοκυριά με ανέργους αντιμετωπίζουν σοβαρότερο πρόβλημα κάλυψης των βασικών αναγκών.
6) Οι προσδοκίες των νοικοκυριών για το νέο έτος παραμένουν αρνητικές, καθώς το 63.6% για το 2017- 73,5% για το 2016-αναμένει επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης(το 27,9% εκτιμά ότι θα παραμείνει σταθερή, ενώ μόνο το 5,1% αναμένει βελτίωση των οικονομικών του δυνατοτήτων). Τούτο συναρτάται με τις προβολές των νοικοκυριών σχετικά με την ικανότητα τους να ανταποκριθούν στις τρέχουσες και μελλοντικές υποχρεώσεις, αλλά και τις χαμηλές προσδοκίες που σχετίζονται με τις προοπτικές βελτίωσης των οικονομικών του νοικοκυριού.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού δηλώνει ότι θα μπορούσε να καλύψει τις βασικές ανάγκες του μήνα με λιγότερα από 1,000€ (34,3% το 2017 έναντι 26,9% το 2014).
7) Η σύνταξη παραμένει η κυριότερη πηγή εισοδήματος για περισσότερα από τα μισά νοικοκυριά, παρά τις επί μέρους περικοπές.Η σύνταξη συνεχίζει να λαμβάνει χαρακτηριστικά στοιχεία υποκατάστατου κοινωνικής προστασίας.Είναι χαρακτηριστικό ότι χωρίς τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, ο δείκτης φτώχειας θα ανερχόταν στο 52,9% του πληθυσμού.
8) Τα νοικοκυριά που δηλώνουν εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα ως κύρια πηγή εισοδήματος παραμένουν σε πολύ χαμηλά ποσοστά 5,9%, που υποδηλώνει αδυναμία των ελληνικών εγχώριων νοικοκυριών να αναπτύσσουν βιώσιμες και κερδοφόρες επιχειρηματικές δραστηριότητες στο συγκεκριμένο οικονομικό περιβάλλον. Είναι προφανές ότι για μια μεγάλη μερίδα νοικοκυριών, η έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας λειτουργεί ως συμπληρωματικό εργαλείο εισοδηματικής ενίσχυσης (με τη μορφή επιδόματος).