Friday , 19 April 2024

Προτελευταία η Ελλάδα στους «28» στην κατά κεφαλήν δαπάνη για επενδύσεις παγίων- Η ανάλυση της Eurobank

Τα ανανεωμένα στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat) αναφορικά με την κατά κεφαλήν δαπάνη – σε όρους ΑΕΠ, πραγματικής ατομικής κατανάλωσης και επενδύσεων παγίων – των οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 28 κρατών μελών (ΕΕ-28) παρουσιάζει η Eurobank στο τρέχον τεύχος του δελτίου «7 Ημέρες Οικονομία».

Όπως σημειώνουν οι αναλυτές της Eurobank, «παρά την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ για 10 τρίμηνα στη σειρά, τη συνεχή πτώση του ποσοστού ανεργίας, τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος και τη σταθεροποίηση των δημοσιονομικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών, η πολυετής ελληνική κρίση αποτυπώνεται σήμερα σε πολλές μακροοικονομικές μεταβλητές ροής και αποθέματος. Επί παραδείγματι, οι καθαρές επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου είναι αρνητικές, το εργατικό δυναμικό συρρικνώνεται και το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ εξακολουθεί να βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα. Πέραν αυτών, ο όγκος της κατά κεφαλήν εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας έχει υποχωρήσει σε χαμηλά επίπεδα σε σύγκριση με την Ευρωπαϊκή Ένωση των 28 κρατών μελών (ΕΕ-28). Το εν λόγω μέγεθος αποτυπώνει σε έναν βαθμό τη σχετική οικονομική θέση της Ελλάδας εντός της ΕΕ-28.

Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat), το 2018 το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν στο 68,1% της ΕΕ-28, οριακά υψηλότερο σε σύγκριση με το 2017. Πριν το 2010 κατέγραφε μικρές διακυμάνσεις γύρω από έναν μέσο όρο (2003-2009) της τάξης του 94,0%. Είχε προηγηθεί μια 8ετής περίοδο σύγκλισης κατά τη
διάρκεια της οποίας το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα από 85,6% της ΕΕ-28 το 1995 αυξήθηκε στο 94,0% το 2003. Οι χρόνιες ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας – τα γνωστά δίδυμα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και της γενικής κυβέρνησης – κατέστησαν την προαναφερθείσα σύγκλιση εύθραυστη σε μια εξωτερική διαταραχή».

Ποια, όμως, είναι η ερμηνεία του προαναφερθέντος μέτρου σύγκρισης των οικονομιών της Ελλάδας και της ΕΕ-28 για το έτος 2018;

Σύμφωνα με την ανάλυση της Eurobank, «η ερμηνεία έχει ως ακολούθως: κάνοντας την υπόθεση ότι κατά μέσο όρο σε κάθε κάτοικο της ΕΕ-28 αντιστοιχεί παραγωγή (= εισόδημα) τελικών αγαθών και υπηρεσιών ίση με 100 μονάδες, τότε για τον μέσο κάτοικο στην Ελλάδα αντιστοιχεί παραγωγή ίση με 68,1 μονάδες. Η εν λόγω διαφορά ερμηνεύεται από παράγοντες όπως η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών της παραγωγής, το κατά κεφαλήν φυσικό κεφάλαιο και το ποσοστό των απασχολούμενων επί του συνόλου του πληθυσμού. Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 25η θέση ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ28, με τις οικονομίες της Ρουμανίας (64,8%), της Κροατίας (62,6%) και της Βουλγαρίας (50,6%) να καταλαμβάνουν τις 3 τελευταίες θέσεις. Τέλος, η Ισπανία (90,6%), η Κύπρος (89,0%) και η Πορτογαλία (76,0%) εμφανίζουν υψηλότερο πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σύγκριση με την Ελλάδα.
Στο πεδίο της πραγματικής κατά κεφαλήν επένδυσης παγίων η ελληνική οικονομία καταλαμβάνει την προτελευταία θέση ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ-28. Από το 101,7% της ΕΕ-28 το 2008 (σε μεγάλο ποσοστό κατοικίες) καταγράφεται βαθιά συρρίκνωση στο 38,1% το 2018. Παράλληλα, σε όρους πραγματικής κατά κεφαλήν ατομικής κατανάλωσης σημειώνεται πτώση στο 76,3% της ΕΕ-28 το 2018 από 104,4% το 2008. Η τελευταία μείωση δύναται να θεωρηθεί ως ένα μέτρο της απώλειας ευημερίας των κατοίκων της Ελλάδας σε σχέση με αυτούς στην ΕΕ-28, η οποία όμως τροφοδοτήθηκε εν μέρει από δανεισμό».

Ολοκληρώνοντας την αναφορά τους οι αναλυτές της Eurobank, θέτουν το παρακάτω ερώτημα: ποσό πιο γρήγορα θα πρέπει να τρέξει η ελληνική οικονομία σε σύγκριση με την ΕΕ-28 έτσι ώστε ο λόγος του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα ως προς το αντίστοιχο μέγεθος της ΕΕ-28 να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα (μέσος όρος 2003-2009 στο 94,0%); «Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας απαιτείται υψηλή απόκλιση 3,3 ποσοστιαίων μονάδων για να ολοκληρωθεί η επιστροφή το 2028, 2,2 ΠΜ για το 2033 και 1,6 ΠΜ για το 2038. Το σίγουρο είναι ότι απαιτείται διαρκής συσσώρευση παραγωγικών συντελεστών (εργασίας και κεφαλαίου μέσω κινήτρων για εργασία και επενδύσεις), αποτελεσματική χρήση τους (μέσω βελτίωσης των θεσμών) και υψηλός βαθμός εκμετάλλευσης τους (ισχυρή ζήτηση) έτσι ώστε η ελληνική οικονομία να ακολουθήσει ένα μονοπάτι μεγέθυνσης που θα προσεγγίζει στο μακρινό μέλλον το προ κρίσης επίπεδο σύγκλισης – σε όρους πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ – που είχε με την ΕΕ-28», καταλήγουν.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *