Thursday , 25 April 2024

Αλλαγές στο εργασιακό νομοσχέδιο ζητά το ΒΕΘ

Μια σειρά θεμάτων επαναξιολόγησης του νέου εργασιακού νομοσχεδίου, αναφορικά με τις απολύσεις, την γονική άδεια και την άδεια πατρότητας, την καταπολέμηση της βίας στον εργασιακό χώρο και τις ευέλικτες ρυθμίσεις εργασίας θέτει η διοίκηση του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (ΒΕΘ) με επιστολή προς τον υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Κωστή Χατζηδάκη, και ζητά μεταξύ  άλλων την μη εξίσωση του τρόπου υπολογισμού και του ύψους της αποζημίωσης απόλυσης του εργατοτεχνίτη με αυτή του υπαλλήλου, την διευθέτηση της τηλεργασίας, μέσω της διαπραγμάτευσης για την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, την χρηματοδότηση από την πολιτεία για την εγκατάσταση του ηλεκτρονικού συστήματος μέτρησης του χρόνου εργασίας (ψηφιακή κάρτα εργασίας) στις επιχειρήσεις, κ.α.

“Το ΒΕΘ θεωρεί ως θετική την προσπάθεια εκσυγχρονισμού της ελληνικής εργατικής νομοθεσίας με την εισαγωγή ρυθμίσεων, οι οποίες ανταποκρίνονται στις σύγχρονες συνθήκες εργασίας και ενσωματώνουν διεθνείς και ευρωπαϊκές συμβάσεις, όπως αυτές περιγράφονται στο σχέδιο νόμου που τέθηκε προς διαβούλευση. Ωστόσο, επί ορισμένων εκ των προτεινόμενων ρυθμίσεων, εκφράζουμε τους προβληματισμούς μας, όπως αυτοί μας μεταφέρονται και από τα μέλη του επιμελητηρίου, θεωρώντας ότι θα πρέπει να αξιολογηθούν από την πολιτεία” επισημαίνει στην επιστολή ο πρόεδρος του ΒΕΘ, Αναστάσιος Καπνοπώλης.

Άρθρο 63

Εξίσωση του τρόπου υπολογισμού και του ύψους της αποζημίωσης απόλυσης του εργατοτεχνίτη με αυτή του υπαλλήλου: Με το σχέδιο νόμου καταργείται κάθε διάκριση μεταξύ υπαλλήλων και εργατοτεχνιτών αναφορικά με την προθεσμία προμήνυσης και την καταγγελία των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας και οι διατάξεις που διέπουν την καταγγελία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας των υπαλλήλων εφαρμόζονται και επί των εργατοτεχνιτών.

Η ρύθμιση αυτή δεν βρίσκεται κατά τη γνώμη μας προς τη σωστή κατεύθυνση, διότι το υπάρχον καθεστώς βάσει του οποίου αποζημιώνονται με υψηλότερη αποζημίωση οι υπάλληλοι δικαιολογείται από το γεγονός ότι η παρεχόμενη από κάθε μία κατηγορία (εργατοτεχνίτες/υπάλληλοι) εργασία είναι διαφορετικής μορφής και δεν είναι ίσης αξίας, αλλά και γιατί είναι διαφορετικές και οι συνθήκες αγοράς εργασίας και οι ευκαιρίες απασχόλησης κάθε μίας εκ των ανωτέρω δύο κατηγοριών και συνεπώς ο χρόνος που απαιτείται για την ανεύρεση νέας εργασίας.

Μάλιστα, το συγκεκριμένο ζήτημα της εξίσωσης της αποζημίωσης απόλυσης των δύο κατηγοριών (υπάλληλοι/εργατοτεχνίτες) έχει επανειλημμένα τεθεί το παρελθόν και ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, τα οποία έκριναν κατ’ επανάληψη ότι ουδόλως παραβιάζεται η αρχή της ισότητας με την υπάρχουσα νομοθεσία βάσει της οποίας υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ των δύο κατηγοριών. Ειδικότερα, το ανώτατο δικαστήριο της χώρας (βλ. ΑΠ 1281/2010 ΕΕργΔ 2011, ΑΠ 1554/2003 ΔΕΝ 2004 495, ΕφΑθ1378/2007 ΔΕΕ 2007,720) έκρινε ότι η διαφορετική ρύθμιση που γίνεται από τις διατάξεις ως προς το ύψος της αποζημιώσεως και ειδικότερα η καταβολή μικρότερης αποζημιώσεως στους εργατοτεχνίτες από εκείνη που προβλέπεται για τους υπαλλήλους, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, καθόσον η δυσμενής διάκριση εις βάρος των εργατοτεχνιτών έναντι των υπαλλήλων είναι δικαιολογημένη, διότι αφενός μεν η παρεχόμενη από καθεμιά κατηγορία εργασία είναι διαφορετικής μορφής και όχι ίσης αξίας, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρ. 22 παρ. 1 του Συντάγματος για την πληρωμή ίδιας αμοιβής και αφετέρου είναι διαφορετικές και οι συνθήκες της αγοράς εργασίας και ευκαιρίες απασχολήσεως κάθε κατηγορίας και άρα ο χρόνος που απαιτείται για την ανεύρεση νέας εργασίας, ώστε και για τους λόγους αυτούς δεν εισάγεται δυσμενής διάκριση εις βάρος των εργατοτεχνιτών και δεν παραβιάζονται οι προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος.

Πλέον των ανωτέρω, η εισαγόμενη με το νέο εργασιακό νομοσχέδιο διάταξη αυξάνει μεν την αποζημίωση απόλυσης των εργατοτεχνιτών, παραγνωρίζει δε το γεγονός ότι οι εργατοτεχνίτες αμείβονται μηνιαίως με υψηλότερες αποδοχές σε σχέση με τους υπαλλήλους. Και αυτό διότι οι εργατοτεχνίτες αμείβονται ως ημερομίσθιοι, γεγονός που έχει ως συνέπεια οι πλήρους απασχόλησης εργατοτεχνίτες να αμείβονται όπως είναι γνωστό με 26 ημερομίσθια το μήνα. Συνεπώς, εάν υπολογίσουμε ότι το ελάχιστο νόμιμο ημερομίσθιο του εργατοτεχνίτη χωρίς προϋπηρεσία βάσει του ν. 4093/2012 ανέρχεται στο ποσό των 29,04€, οι μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονται στο ποσό των 29,04€ Χ 26 ημερομίσθια = 755,04€, ενώ αντιστοίχως ο κατώτατος  νόμιμος μισθός υπαλλήλου χωρίς προϋπηρεσία βάσει του ν. 4093/2012 ανέρχεται στο ποσό των 650€.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω και με τα σημερινά δεδομένα, ο εργατοτεχνίτης βρίσκεται σε σαφώς πλεονεκτικότερη θέση μισθολογικά σε σχέση με τον υπάλληλο, ο δε υπάλληλος αποζημιώνεται με μεγαλύτερο ποσό σε περίπτωση απόλυσης του. Με τη νέα ρύθμιση ουσιαστικά αναβαθμίζεται μόνο ο εργατοτεχνίτης και πλέον υπερτερεί του υπαλλήλου συνολικά σε μηνιαίες αποδοχές και αποζημιώσεις, παρά το γεγονός ότι στην κατηγορία των υπαλλήλων υπερέχει το πνευματικό στοιχείο σε σχέση με το χειρωνακτικό σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για τους εργατοτεχνίτες.

Σε κάθε περίπτωση ακόμα και αν διατηρηθεί η ανωτέρω διάταξη στο νέο εργασιακό νομοσχέδιο, θα πρέπει για λόγους ισότητας  και ίσης μεταχείρισης των δύο κατηγοριών να υπάρξει εξίσωση των εργατοτεχνιτών με τους υπαλλήλους και στις μηνιαίες αποδοχές και να καθιερωθεί η αμοιβή των εργατοτεχνιτών με μηνιαίο μισθό βάσει των όσων ισχύουν για τους υπαλλήλους.

Άρθρο 66

Τηλεργασία: Παρόλο που το πλαίσιο για την τηλεργασία βελτιώνεται υπάρχουν σημεία που προκαλούν προβληματισμό, καθώς δημιουργούν ένα επιπρόσθετο κόστος στις επιχειρήσεις που ενδεχομένως στην παρούσα φάση να μην μπορούν να σηκώσουν, ενώ υπάρχουν και σημεία σε σχέση με την υγεία και την ασφάλεια καθώς και άλλες διοικητικές υποχρεώσεις που είναι προβληματικά.  Θεωρούμε πως στην παρούσα φάση το έκτακτο καθεστώς που ισχύει για την τηλεργασία θα ήταν καλύτερο να επεκταθεί χρονικά και να περιμένει η κυβέρνηση το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων των κοινωνικών εταίρων για την νέα Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας όπου το καθεστώς της τηλεργασίας θα συζητηθεί. Με άλλα λόγια η τηλεργασία ως θεσμικό μέτρο να διευθετηθεί μέσω της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.

Άρθρο 74

Ψηφιακή κάρτα εργασίας: Η  καθιέρωση της ψηφιακής κάρτας εργασίας σε όλους τους εργοδότες είναι ένα θετικό μέτρο, πλην όμως εφόσον πραγματοποιηθεί θα πρέπει να εφαρμοστεί ανεξαιρέτως σε όλες τις επιχειρήσεις προκειμένου να μην δημιουργηθούν ανισότητες. Σε κάθε περίπτωση το κόστος για την εγκατάσταση του ηλεκτρονικού συστήματος μέτρησης του χρόνου εργασίας των εργαζομένων που επιβάλλει η νέα ρύθμιση θα είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικό κυρίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, κατά συνέπεια θεωρούμε ότι η υλοποίηση των σχετικών υποδομών θα πρέπει οπωσδήποτε να χρηματοδοτηθεί από το κράτος.

Άρθρο 78

Αύξηση αποζημίωσης υπερωρίας: Η ρύθμιση για την αύξηση αποζημίωσης κάθε ώρας παράνομης υπερωρίας του εργαζόμενου από 80% (που ισχύει μέχρι σήμερα) σε 120%, θα είναι δυσβάσταχτη οικονομικά ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η εν λόγω αδικαιολόγητη και υπέρμετρη αύξηση της υπερωρίας σε ποσοστό 40%, επιβαρύνει υπέρμετρα το κόστος για τις επιχειρήσεις που κατά περίσταση θα χρειαστεί να απασχολήσουν επιπλέον ώρες το προσωπικό τους λόγω φόρτου εργασίας που θα προκύψει εκτάκτως σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο.  Θεωρούμε ότι η ρύθμιση αυτή θα πρέπει να απαλειφθεί από το νομοσχέδιο.

Παρά τις σχετικές εισηγήσεις, το νέο εργασιακό νομοσχέδιο δεν παρέχει καθόλου φορολογικές και ασφαλιστικές διευκολύνσεις και απαλλαγές στις επιχειρήσεις, αλλά ούτε και φορολογικά και ασφαλιστικά κίνητρα στις επιχειρήσεις που τηρούν πιστά την εργατική νομοθεσία. Ορισμένα τέτοια μέτρα θα ήταν η αποφορολόγηση των υπερωριών, η μείωση των συντελεστών φορολόγησης και του μη μισθολογικού κόστους (δηλαδή εισφορών που στη χώρα μας είναι ίσως οι υψηλότερες στο δυτικό κόσμο), τα οποία μάλιστα σε βάθος χρόνου θα επέφεραν γενικότερα δημοσιονομικά και οικονομικά οφέλη.

Ειδικότερα, εφόσον μειωθούν τα έξοδα των επιχειρήσεων (π.χ. φοροαπαλλαγές, μείωση συντελεστών φορολόγησης και εισφορές) θα υπάρχει μεγαλύτερη οικονομική ευχέρεια στις επιχειρήσεις, κάτι το οποίο μπορεί να επιφέρει και περισσότερες προσλήψεις εργαζομένων στην επιχείρηση ή και αύξηση των μισθών του ήδη υφιστάμενου προσωπικού.  

Τα ποσά αυτά που θα προκύψουν από τις ανωτέρω αιτίες και θα αυξήσουν αφενός την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων και αφετέρου την ιδιωτική κατανάλωση θα επιστραφούν μακροπρόθεσμα στο κράτος μέσω της αύξησης εσόδων από άμεσους και έμμεσους φόρους και μείωση κοινωνικών επιδομάτων και δαπανών. Παράλληλα θα αυξηθούν οι ασφαλιστικές εισφορές και τα έσοδα στο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης από την αύξηση της απασχόλησης και τους υψηλότερους μισθούς των εργαζομένων.

Συνεπώς, στο νέο εργασιακό νομοσχέδιο θα πρέπει να περιληφθούν φορολογικές και ασφαλιστικές απαλλαγές τουλάχιστον για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ή έστω φορολογικά και ασφαλιστικά κίνητρα για τις επιχειρήσεις που θα εφαρμόζουν πιστά την εργατική νομοθεσία.

Επίσης, θα μπορούσε να προβλεφθεί η χορήγηση φορολογικών και ασφαλιστικών απαλλαγών και κινήτρων στις επιχειρήσεις που διατηρούν για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *