Θετική ανταπόκριση φαίνεται να βρίσκει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το ελληνικό αίτημα για την άρση των περιορισμών που έχουν οι ελληνικές τράπεζες στην έκθεσή τους σε ελληνικά ομόλογα.
Το θέμα αυτό, όπως και ευρύτερα η κατάσταση των τραπεζών και οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, απασχόλησαν τη συνάντηση που είχαν χθες το βράδυ στη Φρανκφούρτη ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με την πρόεδρο της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ. Η ελεύθερη πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στην αγορά ομολόγων θεωρείται μείζονος σημασίας, για δύο λόγους. Πρώτον, θα αυξήσει τις επιλογές επένδυσης με στόχο την ενίσχυση της ρευστότητας για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες την τρέχουσα περίοδο αν «παρκάρουν» πλεονάζουσα ρευστότητα στην ΕΚΤ είναι αντιμέτωπες με αρνητικό επιτόκιο. Δεύτερον, αν οι τράπεζες μπουν ξανά στο παιχνίδι της αγοράς ομολόγων, θα ενισχύσουν τη ζήτηση και θα οδηγήσουν έτσι σε νέα μείωση της απόδοσης για τους ελληνικούς τίτλους. Με παλιότερη απόφαση της ΕΚΤ -και συγκεκριμένα του SSM- το 2015, οι ελληνικές τράπεζες είχαν χάσει το δικαίωμα να τοποθετούνται σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, τα οποία θεωρούνταν «τοξικά».
Το ανώτατο όριο διακράτησης ελληνικού χρέους από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα διαμορφώνεται σήμερα στα 8 δισ. ευρώ. Με τη λήξη της περιόδου προσαρμογής με τη στενή έννοια του όρου, εν μέσω θετικών επιδόσεων πλέον των ελληνικών κρατικών ομολόγων, και με μηδενισμένο έκτακτο μηχανισμό ρευστότητας (ELA), φαίνεται ότι συντρέχουν πλέον οι όροι και οι προϋποθέσεις για την άρση του συγκεκριμένου περιορισμού, ο οποίος μέχρι σήμερα λειτουργεί ως τροχοπέδη για την προοπτική και τη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών.